- κλιβανισμός
- ο [κλιβανίζω]κατεργασία θέρμανσης ή ξήρανσης ή αποστείρωσης σε θάλαμο με ρυθμιζόμενη ατμόσφαιρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλιβανισμός — ο απολύμανση που γίνεται με κλίβανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… … Dictionary of Greek
φούρνισμα — το, ατος ψήσιμο στο φούρνο, κλιβανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)